- λιτουργός
- λιτουργός, -όν και λιτοργός, λιτωργός, -όν (Α)1. πανούργος2. (κατά τον Ησύχ.) «λιτουργόνκακοῡργον».[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + -ουργός (< ἔργον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιτουργώ — λιτουργῶ, έω (Α) [λιτουργός] κακολογώ … Dictionary of Greek